ὑπεξούσιος — subject to the power of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεξούσιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία άλλου, ο μη ανεξάρτητος (αντίθ. αυτεξούσιος), υποτελής: Οι Έλληνες στην Κατοχή ήταν υπεξούσιοι στους Γερμανούς. 2. (νομ.), αυτός που βρίσκεται κάτω από την εξουσία των γονέων του (για ανήλικα τέκνα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεξουσίων — ὑπεξούσιος subject to the power of fem gen pl ὑπεξούσιος subject to the power of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξουσίως — ὑπεξούσιος subject to the power of adverbial ὑπεξούσιος subject to the power of masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξούσιον — ὑπεξούσιος subject to the power of masc acc sg ὑπεξούσιος subject to the power of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξουσίοις — ὑπεξούσιος subject to the power of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξουσίου — ὑπεξούσιος subject to the power of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξουσίους — ὑπεξούσιος subject to the power of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξουσίῳ — ὑπεξούσιος subject to the power of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξούσια — ὑπεξούσιος subject to the power of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)